- παστινάκα
- (pastinaca). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των σκιαδομόρφων, με περίπου 12 είδη ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Λέγεται και παστανάκλα ή παστανάγλα. Είναι πόα υψηλή, διετής, με φύλλα πτεροσχιδή χνουδωτά και άνθη κίτρινα. Στην Ελλάδα υπάρχει το είδος π. η άγρια. Καλλιεργείται ως λαχανικό για τη ρίζα του, η οποία τρώγεται όπως του καρότου. Η καλλιεργημένη μορφή με το όνομα π. η εδώδιμη, που είναι σαρκώδης, μαλακή και σε διάφορα μεγέθη και ποιότητες, θεωρείται εξαίρετη κτηνοτροφή.
Dictionary of Greek. 2013.